Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κηληθμῷ — Κηληθμός rapture masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηληθμός — κηληθμός, ὁ (Α) καταγοήτευση, ηδονή, τέρψη («κηληθμῷ δ ἔσχοντο κατά μέγαρα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηλῶ + επίθημα ηθμός (πρβλ. ελκ ηθμός, ορχ ηθμός)] … Dictionary of Greek